- άμωμο
- (amomum).Γένος πολυετών, ποωδών φυτών της οικογένειας των ζιγκιβεριδών, ιθαγενών των θερμών χωρών της Ασίας και της Αφρικής. Χαρακτηρίζονται από μακρύ, έρπον ρίζωμα, από το οποίο ορθώνονται πυκνοί βλαστοί με στενά, γραμμοειδή ή λογχοειδή φύλλα. Τα άνθη σχηματίζουν ταξιανθίες που μοιάζουν με κώνο ή κεφάλιο. Ο καρπός είναι κάψα και τα σπέρματα αρωματικά. Από τα περίπου 60 είδη του γένους ά., τα πιο αξιόλογα είναι τέσσερα. Το ά. το πραγματικό είναι φυτό των ορεινών περιοχών της Ινδοκίνας με ύψος μέχρι 3 μ. Έχει κονδυλώδες ρίζωμα με μεγάλη περιεκτικότητα σε άμυλο, γι’ αυτό και οι κάτοικοι της Ινδοκίνας το χρησιμοποιούν ως τροφή βράζοντάς το με ρύζι. Χρησιμοποιείται επίσης για την παρασκευή αλκοολούχου ποτού με δροσιστικές και αντιπυρετικές ιδιότητες. Τα σπέρματά του αποτελούν ένα είδος καρδαμώμου και χρησιμοποιούνται στη φαρμακευτική, κυρίως από τους Κινέζους, κατά των παθήσεων του πεπτικού συστήματος. Χρησιμοποιούνται επίσης στην αρωματοποιία, τη ζαχαροπλαστική και την αλλαντοποιία. Στο είδος ά. το ξανθιοειδές, οι κάψες έχουν αγκάθια και μοιάζουν με τις γνωστές μας κολλητσίδες. Τα σπέρματά του έχουν ανάλογες χρήσεις με αυτές του προηγούμενου είδους. Το ά. το μεγαλοπρεπές είναι ιθαγενές φυτό της τροπικής Αφρικής με ύψος μέχρι 16 μ. και καλλιεργείται ως διακοσμητικό τόσο για τα ιδιόμορφα άνθη του όσο και για το ωραίο φύλλωμά του. Μπορεί να ευδοκιμήσει ακόμα και στα πιο θερμά μέρη της Ελλάδας. Τα φύλλα του είναι πράσινα στην πάνω επιφάνεια και κοκκινωπά στην κάτω. Τα άνθη έχουν ροζ σέπαλα με έντονα κόκκινα στίγματα και κίτρινα πέταλα με κόκκινα στίγματα. Τέλος, το ά. το ραβδωτό είναι κι αυτό διακοσμητικό φυτό. Τα φύλλα του στην πάνω επιφάνεια φέρουν αργυρόλευκες και βαθυπράσινες ραβδώσεις, ενώ στην κάτω επιφάνεια είναι κιτρινοπράσινα.
Dictionary of Greek. 2013.